ἀνασπῶ

ἀνασπῶ
ἀ̱νασπῶ , ἀνασπάω
draw
imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀνασπάω
draw
pres imperat mp 2nd sg
ἀνασπάω
draw
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
ἀνασπάω
draw
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἀνασπάω
draw
pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)
ἀνασπάω
draw
pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἀνασπάω
draw
pres imperat mp 2nd sg
ἀνασπάω
draw
pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
ἀνασπάω
draw
pres ind act 1st sg (attic epic ionic)
ἀνασπάω
draw
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)
ἀνασπάω
draw
imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανασπώ — ἀνασπῶ ( άω) (AM) έλκω προς τα πάνω, ανασύρω μσν. 1. διεκδικώ, ζητώ δικαστικώς να αποκτήσω κάτι 2. επιτυγχάνω κάτι δικαστικώς 3. μέσ. α) απομακρύνομαι β) προέρχομαι αρχ. 1. παίρνω με τη βία, αρπάζω 2. (για πλοία) σύρω στην ξηρά 3. τραβώ, ξεριζώνω …   Dictionary of Greek

  • σπάω — σπῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. βλ. σπάζω μσν. αρχ. 1. ανασπώ, βγάζω από τη θήκη (α. «ξίφος σπάσαντα», Ευρ. β. «φάσγανον σπάσας χερί», Ευρ.) 2. προκαλώ συστροφή ή σπασμό αρχ. 1. τραβώ προς το μέρος μου και αποσπώ, κόβω («σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε», Ομ. Οδ …   Dictionary of Greek

  • ανάσπαση — η (Α ἀνάσπασις) η ενέργεια του ανασπώ, τράβηγμα προς τα επάνω, εξαγωγή από τη θήκη …   Dictionary of Greek

  • ανάσπασμα — (I) το (Μ ἀνάσπασμα) [ανασπώ] το ξεριζωμένο φυτό νεοελλ. το ξερίζωμα φυτού μετά τη συγκομιδή του καρπού του. (II) το [ανασπάζομαι] ο ασπασμός ιερού λειψάνου, εικόνας, νεκρού, του χεριού κληρικού …   Dictionary of Greek

  • ανάσπαστος — ἀνάσπαστος, η, ον και ανασπαστός, ή, όν (Α) [ανασπώ] 1. αυτός που έχει ανασυρθεί 2. αυτός που εξαναγκάζεται να μετοικήσει από την πατρίδα του σε άλλη χώρα 3. (για πύλη) αυτός που ανοίγει προς τα μέσα 3. ως ουσ. οι ανάσπαστοι οι ιμάντες των… …   Dictionary of Greek

  • ανασπαστήρας — ο [ανασπώ] εργαλείο που χρησιμοποιείται για το ξερίζωμα φυτών …   Dictionary of Greek

  • ανασπαστήριο — το (Α ἀνασπαστήριον) [ανασπώ] νεοελλ. ο ανασπαστήρας αρχ. μηχάνημα που χρησίμευε για την ανύψωση των σιδερένιων θυρών των φρουρίων …   Dictionary of Greek

  • εκσπώ — ( άω) και ξεσπώ (AM ἐκσπῶ) νεοελλ. 1. εκδηλώνομαι βίαια, απότομα, ξεσπώ, εκρήγνυμαι («ξέσπασε σε δάκρυα, σε φωνές, σε βρισιές κ.λπ.») 2. εκδηλώνομαι ξαφνικά, απροσδόκητα («ξέσπασε ο πόλεμος, η βροχή κ.λπ.») 3. χάνω την αυτοκυριαρχία μου,… …   Dictionary of Greek

  • εκστρέφω — (AM ἐκστρέφω) 1. στρέφω προς τα έξω, ανασπώ, ξεριζώνω («ἄνεμος βόθρου τ ἐξέστρεψε (δένδρον)» ο άνεμος ξερίζωσε το δέντρο από τον λάκκο του, Ιλ. Ρ.) 2. στρέφω το μέσα έξω, γυρίζω ανάποδα, αναποδογυρίζω 3. μτφ. μεταστρέφω, αλλάζω εντελώς… …   Dictionary of Greek

  • εξανασπώ — (AM ἐξανασπῶ, άω) ανασπώ, σύρω προς τα πάνω, τραβώ κάτι με τη βία από τη θέση του αρχ. μσν. ξεριζώνω μσν. (για εχθρούς) αφανίζω, εξολοθρεύω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”